νηριτοτρόφος

νηριτοτρόφος
νηρῑτοτρόφος, ον, ([etym.] νηρίτης)
A breeding sea-snails,

νῆσοι A.Fr.285

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νηριτοτρόφος — νηριτοτρόφος, ον (Α) (για νησιά) αυτός που παράγει κοχύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηρίτης «κοχύλι» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μελισσο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • νηριτοτρόφοι — νηριτοτρόφος breeding sea snails masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηριτοτρόφους — νηριτοτρόφος breeding sea snails masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”